- νακοδέψης
- νᾰκο-δέψης, ου, ὁ, ([etym.] δέψω)A currier, Hp.Vict.1.19, Ath.8.352b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νακοδέψης — νακοδέψης, ὁ (Α) ο βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. νάκη «προβιά» + δέψης (< δέφω «τρίβω, μαλακώνω), πρβλ. βυρσο δέψης, σκυλο δέψης] … Dictionary of Greek
νακοδέψαι — νακοδέψης currier masc nom/voc pl νακοδέψᾱͅ , νακοδέψης currier masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νακοδέψην — νακοδέψης currier masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νακοδαίμων — νακοδαίμων, ὁ (Α) νακοδέψης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «προβιά» + δαίμων, λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει λογοπαίγνιο με τη λ. κακοδαίμων] … Dictionary of Greek